Εκατό χρόνια χωρίς τον Αλ. Παπαδιαμάντη



Γιατί τον αγαπάμε ακόμη

Του Σπύρου Γιάνναρα

Όνειρο στο κύμα
«Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλος της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδηεις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλίγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας τας αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήταν πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα, ήταν νηρηϊς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναύς μαγική, η ναύς των ονείρων….»

«Καθώς ο ελληνικός κόσμος χαλαρώνει στην ασφυκτικά αναπαυτική αγκαλιά της φανταστικής ευρωπαϊκής κοινότητας, αυτού του πολύσυλλεκτου κατασκευάσματος που στηρίζεται στην αναγκαιότητα της οικονομίας και όχι σε εκείνη του αισθήματος, ο Παπαδιαμάντης θα έπρεπε να απομακρύνεται και να χάνεται από τα μάτια μας, όπως τόσοι άλλοι πριν και μετά από αυτόν. Όμως ο Παπαδιαμάντης λάμπει περισσότερο παρά ποτέ κι αυτό συμβαίνει παρά τη θέληση μας».
Με αυτά τα λόγια ξεκινούσε ο αείμνηστος Χρήστος Βακαλόπουλος την αποτίμηση της σχέσης μας με το Σκιαθίτη διηγηματογράφο στα 1991. Σήμερα, έναν αιώνα από το θάνατο του, πολλά έχουν αλλάξει κι εμείς μοιάζει να έχουμε προχωρήσει μακριά στον δρόμο που μας απομακρύνει από εκείνον. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα πρώτα επίχειρα της φαντασιώδους επιθυμίας μας για άκοπη και απρόσκοπτη, αέναη μεγιστοποίηση της καταναλωτικής μας ευχέρειας στην οποία στηρίξαμε τη ζωή μας, με την κατάλυση της υποτυπώδους κοινωνικής μας συνοχής να φαντάζει πιθανό απώτερο ενδεχόμενο.
Ο αριθμός των ανθρώπων που μπορούν σήμερα να απολαύσουν το παπαδιαμαντικό κείμενο συρρικνώνεται διαρκώς. Κυρίως όμως μοιάζει να έχει μειωθεί δραστικά ο αριθμός όσων μπορούν να συλλάβουν ολόκληρο, αδιαχώριστα δηλαδή, το έργο μαζί με τον άνθρωπο. Γιατί ο Παπαδιαμάντης που διεκδικεί επάξια μια θέση στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα εξαίσιο ηθογράφο της αλλοτινής Ελλάδας, που στήνει στα πόδια τους με ανυπέρβλητο τρόπο ολοζώντανους εμβληματικούς χαρακτήρες μιας δεδομένης κοινωνίας. Αν ο Παπαδιαμάντης μας αποκαλύπτει, σύμφωνα με τον Βακαλόπουλο «την ιερή μελωδία της πραγματικότητας», έναν σεβάσμιο δηλαδή τρόπο σχέσης με ανθρώπους και πράγματα πέρα από τη χρηστική ωφελιμοθηρία, η αντιμετώπιση του μόνο ως μεγάλου συγγραφέα ή μόνο ως ταπεινού ασκητή απειλεί να τον ακυρώσει, θίγοντας την ακεραιότητα του.
Παρόλα αυτά, ίσως τώρα να μπορούμε να αποτιμήσουμε ευκολότερα τη σχέση μας μαζί του. Ζητήσαμε λοιπόν από διαφορετικούς σε ηλικία και επάγγελμα, αναγνώστες του να μας εξηγήσουν γιατί τον διαβάζουν σήμερα. Από τις απαντήσεις προκύπτει ότι ο Παπαδιαμάντης εξακολουθεί να λάμπει παρά τη θέληση μας, λειτουργώντας ως μεσάζων στην ανακάλυψη ενός βαθύτερου εαυτού μας από τον οποίο δεν έχουμε αποκοπεί πλήρως.


Παντελής Μπουκάλας

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ποιητής πάνω απ’ όλα.

«Εν τινι παρεκκλησίω της εν….. Μονής υπήρχε κιβώτιον τι παλαιόν και σεσαθρωμένον, πλήρες εφθαρμένων βιβλίων. Ουδείς των σοφών περιηγητών των επισκεφθέντων κατά καιρούς την βιβλιοθήκην της Μονής ηξίωσε να ρίψη εκ περιεργείας βλέμμα και προς το λησμονημένον κιβώτιον». Παπαδιαμάντης. Προφανώς. «Οι έμποροι των εθνών». «Τι σε Δημητράκη καλέσωμεν; μουσικόν της καραβάνας, ψάλτην του γλυκού νερού, που κοιτάζεις στο βιβλίον και τα λες στα κουτουρού ιμάμην των Χοτζάδων προεξάρχοντα, χαμάμην των Μποχώρηδων εξάρχοντα αμανετζήν ηχηρότατον και μπατακτσήν οχληρότατον. Μας λίγωσες απ’ τη γλύκα τας ψυχάς ημών». Κι αυτό Παπαδιαμάντης. Σατιρικότατος, με την «Ακολουθία του Σπανού» του 14/15ου αιώνα, οπωσδήποτε υπόψη του («Άλαλα τα χείλη των μιαρών, σπανών των κακίστων, και μεγάλων κακοποιών»). Δηλαδή, όχι προφανώς Παπαδιαμάντης, τουλάχιστον έτσι όπως δημιουργήθηκε με τα χρόνια, και ερήμην του, η λογοτεχνική «προφάνεια» του και όπως καλλιέργησε τις προσδοκίες των αναγνωστών του η καθυπόταξη του στο στενό σχήμα του «αγίου των γραμμάτων».
«Και τώρα, όταν ενθυμούμια το κοντόν εκείνο σκοινίον, από το οποίον εσχοινιάσθη κ’ επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποίον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη μου, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως «σχοίνισμα κληρονομίας» δι’ εμέ, όπως η Γραφή λέγει». Παπαδιαμάντης. Πάλι προφανώς, «Όνειρο στο κύμα», με ηπιότερη δημοτική, πλην με τη Γραφή και τη γνώση της παρούσα όσο σε ελάχιστους. Αλλά και το επόμενο Παπαδιαμάντης, δημοτικός, και για αυτό «απροσδόκητος», τουλάχιστον κατά τα στερεότυπα: «Μοναχός εγώ αγρυπνάω/νυχτερεύω μοναχός ‘λεημοσύνη σας ζητάω,/νύχτα, δόλι’ αγάπη, φως!»-ακριβώς στο βηματισμό του «Μοναχή το δρόμο επήρες…»
Δεν χρειαζόταν να συνυπολογίσει τους παραπάνω στίχους ο Σεφέρης για να συμπεράνει πως «η μόνωση των Ελλήνων ποιητών είναι μεγάλη, είτε ο ποιητής ονομάζεται Κάλβος, είτε Παλαμάς, είτε Παπαδιαμάντης». Το κρίσιμο άλλωστε στο σεφερικό πόρισμα είναι ο χαρακτηρισμός του Σκιαθίτη ως ποιητή. Αυτό ήταν: ποιητής. Κι όχι λόγω των λιγοστών ποημάτων του. Τα πεζά του, ένας κόσμος πλήρης μες στην ποικιλία του, του δίνουν τον τίτλο με ακέραιη την ουσία του.

Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος (φιλόλογος-επιμελητής απάντων Παπαδιαμάντη)


Με τις ανταύγειες του υψιδρόμου σέλαος

Σε μια απαρατήρητη αλλά οξυδερκέστατη υποσημείωση του ο Σεφέρης γράφει ότι το δόγμα του Παπαδιαμάντη έγινε «φύσις», τόσο που να τον μειώνει καίρια κανείς όταν το παραβλέπει (το δόγμα). Την επανέλαβε με ολόκληρο δοκίμιο εδώ και 50 χρόνια ο Λορεντζάτος, ωστόσο οι μειώσεις είναι αναρίθμητες. Δεν είναι άσχετες με την «φύσιν» του αυτές οι αράδες του Παπαδιαμάντη: «Ω, αι ώραι του λυκαυγούς!... Ιδού «αυτόμαται ήξαν πύλαι» ας έχον ώραι, πλην ας αφήσωμεν τους παλαιούς, και ας ψάλωμεν μετά του Κοσμά του θεσπεσίου: «Προσενωπίων σοι ώραι, υπεκλίθησαν, φως γαρ και προς ποδών υψίδρομον σέλας, Χριστέ….» (226.23-26). Παρέλκει εδώ η ερμηνεία της διάβασης από τον Όμηρο στον Κοσμά. Θέλω να πω μόνο ότι διαβάζω τον Παπαδιαμάντη αχώριστο από την «φύσιν» του, με όσες ανταύγειες του υψιδρόμου σέλαος αξιώνομαι και πάντοτε με σκηνικό την παπαδιαμαντική θάλασσα της Λίμνης Ευβοίας, απείκασμα του «άνω βυθού»

Νίκος Γ. Ξυδάκης

Ζωή σαν ηθογραφία

Είχα την τύχη να ακούσω Παπαδιαμάντη στο εξατάξιο γυμνάσιο και να διδαχθώ καθαρεύουσα και αρχαία. Δεν λάτρευα τα εις-μι ρήματα, αλλά τα διηγήματα του Σκιαθίτη-Αθηναίου έφερναν ρίγη ακατανόητα στην εφηβική ψυχή, σχεδόν ισοδυνάμως με τον Καρυωτάκη και το ροκ. Έκτοτε επιστρέφω συχνά. Αλλιώς. Διαρκώς.
Με τον καιρό, βυθίστηκα στην πρόζα του, την μουρμουριστή και εμμελή, ακολούθησα το βλέμμα του πάνω στους ανθρώπους, το βλέμμα του που χαϊδεύει εταστικά λοφίσκους και γραϊδια, τον τρόπο με τον οποίο ιχνογραφεί απαλά το κοινό και το κύριο, εισέπνευσα το ψυχικό άρωμα της ακατακρισίας, της συμπόνιας, της συχώρεσης, της αγάπης. Με τον καιρό, άρχισα να σκέφτομαι ότι ο Παπαδιαμάντης μας έμαθε να βλέπουμε τον τόπο που ζούμε, τον τρόπο που ζούμε, ανθρώπους αντινομικούς, παλαιούς, δαιμονισμένους και άγιους, σοφούς, ανθρώπους που ζουν τη ζωή σας ηθογραφία διάστικτη από ποταπότητα και μεγαλείο. Με τον καιρό, ένιωσα ότι ο Παπαδιαμάντης έβαλε στο ορατό φάσμα τον κόσμο μας με τρόπο συναρπαστικό και δυσχερή, τέτοιο που απαιτεί από τον αναγνώστη ένα ορισμένο ήθος, άσκηση, κόπο. Και, παραδόξως, ανεξιθρησκεία: ο ορθόδοξος και Έλλην Παπαδιαμάντης μας ιστορεί σαν μείγματα φωνών και δοξασιών, σαν γοητευμένους από το νάι φερέοικου δερβίση, σαν συνδαιτυμόνες του δόκτορος Βουντ, σαν τον αντινομικό Κερκυραίο μπαρμπα-Πύπη, βαφτισμένο καθολικό μα πολέμιο του Πάπα, γαλουχημένο Δυτικό μα πολέμιο των Άγγλων, όστις τα «πατερμά του ήξευρε ρωμέικα» και τάμα είχε να κατεβαίνει πεζός ως τον Πειραιά για την Ανάσταση.
Καθώς μας ιστορεί, μας διδάσκει. Μάλλον, μας υποβάλλει αβίαστα να μας βλέπουμε πραγματικά, ένυλα, ιστορικά και ταυτοχρόνως να μας φανταζόμαστε υπέρτερους, να υποβάλλουμε την αλήθεια μας πέραν του χαμηλού μας βίου, στον απέραντο γλαυκό ορίζοντα του πελάγους. Ακούγοντας τη σιγαλή, ψαλτική του πρόζα, μινύρισμα τρυγόνος και δοξολογία κορυδαλλού, μάθαμε να διακρίνουμε τη βαθύτερη ουσία των καταγωγικών ιχνών: ξωμάχοι, εργατικοί, μικροαστοί, τυχοδιώκτες, πλανήτες, αλαφροϊσκιωτοι, αγυιόπαιδες, αναδύθηκαν μπρος τα μάτια μας, έγιναν ορατοί, κι ήταν οι δικοί μας άνθρωποι, γονείς και γείτονες-καδραρισμένοι σε τοπία ξάφνου ορατά, φωτισμένα αλλιώς, τοπία που έμεναν αθέατα, ασυναίσθητα-ελαιώνες, ακρωτήρια, λιμάνια, κρασοπουλιά, καφενεία, τελωνεία, λοιμοκαθραρτήρια, μαχαλάδες, περιβόλια, αμπέλια, λαγκάδια, ναϊσκοι, αρσανάδες…. Κι ήταν ο δικός μας κόσμος, τόσο σύνθετος, τόσο πλούσιος, όσο ο κόσμος του Μπαλζάκ, του Φλωμπέρ, του Τσέχωφ, του Ντοστογιέφσκι. Κόσμος που αξίζει να ζεις και να τον παλεύεις, χωρίς βαρυγκωμίες και συμπλέγματα, κόσμος φιλόσοφος και αναστοχαστικός. Χωρίς εκβιασμένα ηθικά διδάγματα, αλλά με βαθιά ενσυναίσθηση: «Ο γερό-Φραγκούλης επίστευε και έκλαιεν… Ω, ναι, ήτον άνθρωπος ασθενής, ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει….»


Σπύρος Παπαδόπουλος (νομικός, blogger)

Τελικά, ήταν συχωριανός μου…..

Οι ιστορίες που άκουγα για σχεδόν τριάντα χρόνια, μιλούσαν για μεγάλες ιδέες, επιστήμη ή σημαντικές ημερομηνίες. Άφηναν όμως μονίμως απ’ έξω τους ανθρώπους. Αυτούς τους ανθρώπους που βλέπαμε Πάσχα-καλοκαίρι στο χωριό να κρύβονται πίσω από τόνους σεμεδάκια ή αυτούς που όλο τον υπόλοιπο καιρό στην Αθήνα, μετά από πέντε ποτήρια κρασί άλλαζαν τον τρόπο που προφέρουν τα φωνήεντα. Το κενό αυτό, μάλλον αποτυχημένα, παλεύαμε να γεμίσουμε κατασκευάζοντας ιστορίες που μυρίζουν ανθρωπίλα και ίσως μια στάλα δέος. Τις φτιάχναμε, εφευρίσκοντας άκομψες πλάκες στον παράδρομο της Συγγρού ή παρακολουθώντας έντρομοι του Πόντιους συμφοιτητές μας στην Κομοτηνή, να λένε πως η γιαγιά ενός από αυτούς, καθάριζε τα αυτιά της, χρησιμοποιώντας εφημερίδα, μέλι και ένα αναμμένο σπίρτο.
Σε κάποια γιορτή ήρθε σαν δώρο να γεμίσει το κενό, το βιβλίο με τίτλο «Τα σκοτεινά παραμύθια του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη». Εκεί νόμισα πως βρήκα υπαινιγμούς που απαντούσαν σε όλων των ειδών τις άκυρες ερωτήσεις, όπως ας πούμε στο γιατί μαζευόμασταν τα βράδια μπροστά στο κλειστό σχολείο του χωριού και σχεδόν τρομαγμένοι λέγαμε για τον δρόμο προς την Παναγία (δηλαδή το νεκροταφείο) ή τη μυθική Γουρούνα.
Ο Παπαδιαμάντης αποδείχθηκε ότι δεν είχε σχέση με τη Σκιάθο, παρά ήταν συχωριανός μου. Μάλιστα, μοιραζόταν τα ίδια μυστικά με τον παππού του Γιάννη, που γνώριζε καλά τις υπέροχες νεράϊδες που ζούσαν στο ποτάμι και έκρυβαν στον κόρφο τους ένα ποθητό και ζόρικο μαντήλι. Ο Παπαδιαμάντης ήξερε την Ε., στην οποία πήγαιναν ντόπιοι και ξένοι (καμιά φορά έρχονταν και από τον Καναδά) για να ρωτήσουν για το μέλλον. Εκείνη έκρυβε τα άσχημα νέα και εκκλησιαζόταν τακτικά.
Ο Παπαδιαμάντης εντέλει, εξηγούσε με ακρίβεια γιατί δεν αισθανόμουν δέος μπροστά στους γκρεμούς ή τις σφαίρες, αλλά μπροστά στις θείες που ψιθύριζαν ακατάληπτα λόγια και στα κορίτσια που χαμογελούσαν κρυφά από τη μάνα τους. Ο Παπαδιαμάντης απαντούσε όταν κάναμε τη μία και μοναδική ερώτηση: «Η Αγία ηδύνατο ίσως να με θεραπεύση, αλλά εγώ δεν επεθύμουν να θεραπευθώ. Θα επροτίμων να καίωμαι εις την φλόγαν την βραδείαν…»

Κώστας Κουτσουρέλης (ποιητής, μεταφραστής)

Η Δύση και η καθ’ ημάς Ανατολή

Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη μνημονεύουμε για τους λόγους που μνημονεύουμε κάθε κορυφαίο συγγραφέα. Πρωτίστως, για όλα αυτά που το έργο του μας προσφέρει τόσο πλουσιοπάροχα: τη ρωμαλεότητα της περιγραφής, την ευαισθησία του βλέμματος, την ποικιλοχρωμία της έκφρασης, τον διάχυτο λυρισμό. Τα διηγήματα του είναι μια γιορτή της ελληνικής γλώσσας και την ίδια στιγμή ένας οδηγητικός μίτος μέσα σε έναν κόσμο φαινομενικά παρωχημένο, αλλά ωστόσο μονίμως παρόντα. Κάτω από το καιρικό πέπλο των χαρακτήρων του βρίσκει κανείς, μόλις βαλθεί να το ανασηκώνει, αδρές συμπεριφορές, ήθη και έθη ανεξίτηλα. Με δυο λόγια, βρίσκει ο καθένας μας ατομικά, συμπυκνωμένο όπως μόνο η λογοτεχνία το μπορεί, κάτι από τον ίδιο του τον εαυτό.
Όμως, Παπαδιαμάντη μνημονεύουμε και για έναν άλλο λόγο, εξίσου, μπορεί και περισσότερο βαρύνοντα. Όπως συμβαίνει με τους δημιουργούς που περιέρχονται στη μικρή εκείνη ομάδα των σημαδιακών, ο Παπαδιαμάντης είναι ένας από τους νοηματοδότες της νεότερης μας ταυτότητας, ένας από τους στυλοβάτες της συλλογικής μας αυτοκατανόησης. Το έργο του μας συναρπάζει επειδή εικονογραφεί όσο λίγα τη σταθερότερη από τις σταθερές του νεοελληνικού βίου, τη μόνιμη διελκυστίνδα ανάμεσα στη Δύση και στη δική μας, καθ’ ημάς, Ανατολή. Και ότι αυτή συνεπάγεται. Η αμφιθυμία λχ ανάμεσα στο άστυ και την ύπαιθρο, μεταξύ της αλληλεγγύης αλλά ασφυκτικής Κοινότητας και της απρόσωπης πλην ανεκτικής Κοινωνίας, μεταξύ της πίστης στην Πρόοδο απ’ την άλλη, όλα αποτυπώνονται ανάγλυφα στο έργο του.
Ο Παπαδιαμάντης, βέβαια, έχει κι αυτός τις προτιμήσεις του, συχνά παίρνει θέση. Για αυτό, κάποιοι τον είδαν σαν ιδεολογικό ταγό. Κάποιοι άλλοι, τον αναγόρευσαν εχθρό. Δεν έχει σημασία. Δική του νίκη, νίκη του συγγραφέα, είναι ότι και οι μεν και οι δε δεν σταματούν να τον διαβάζουν.


Χρήστος Μποκόρος (ζωγράφος)

Η ουτοπία της κοινότητας

Ακόμη με συνεπαίρνει έκπληξη και θαυμασμός, όταν η τέχνη σώζει το ελάχιστο της καθημερινής μας συνθήκης και το αξιώνει ως συλλογική αλήθεια στην αιωνιότητα. Δεν συμβαίνει συχνά βέβαια, δεν είναι το σύνηθες στην τέχνη, αλλά όταν συμβεί γαληνεύει απρόβλεπτα ο νους του ανθρώπου με τον αναστημένο κόσμο που αποκαλύπτεται μπροστά του. Αν ψάξεις, με εργαλεία λογικά, να εξηγήσεις το πώς, ο τρόπος διαφεύγει ασύλληπτος ή μοιάζει παράταιρος και λίγος, προφυλάσσοντας έτσι και τη χάρη από την επανάληψη. Όταν σκοντάφτουμε σε τέτοια λόγια, η απαράμιλλη σαφήνεια με την οποία προβάλλουν, ακυρώνει τα επιχειρήματα μας, τους νόμους και τους κανόνες της τρέχουσας τέχνης. Αρδεύεται, υπόγεια, με νέο ρεύμα η διάθεση μας, να προσδοκούμε νόημα ζωής στη σχέση μας με τις χαρές και τα βάσανα του μικρού μας τόπου. Να ονειρευόμαστε την ουτοπία της κοινότητας. Μια ουτοπία που είναι πιο κοντά μας κι από την ίδια την πραγματικότητα. Μια ουτοπία που βρίσκεται γύρω μας, αν τη δούμε και την αγαπήσουμε εντός μας. Αυτή την κατ’ εξοχήν αλήθεια ανέδειξε το χάρισμα του Παπαδιαμάντη κι αυτήν μας κατέλειπε η αγάπη του, ζωή ολοζώντανη, στο έργο του. Κοινός ο τόπος για όλους, αλλά μοναδικός για τον καθένα, κατάδικος του, ο τρόπος να τον υψώνει σε κοινότητα.

Ο ξεπεσμένος δερβίσης

«Νάϊ, νάϊ, γλυκύ.
Νάζι-κατά εν ζήτα ελαττούται.
Λύρα, ουρανός, άσμα γλυκερόν, μελιχρόν, αβρόν, μεθυστικόν.
Νάϊ, νάϊ.
Κατά δύο κοκκίδας, διαφέρει διά να είναι το Ναι, όπου είπεν ο Χριστός.
Το Ναι το ήμερον, το ταπεινόν, το πράον, το Ναι, το φιλάνθρωπον.
Κάτω εις το βάθος, εις τον λάκκον, εις το βάραθρον, ως κελάρυσμα
ρύακος εις το ρεύμα, φωνή εκ βαθέων αναβαίνουσα, ως μύρον,
ως άχνη, ως ατμός, θρήνος, πάθος, μελωδία, ανερχομένη επί πτίλων
αύρας νυκτερινής, αιρομένη μετάρσιος, πραεία, μειλίχια, άδολος,
ψίθυρος, λιγεία, αναρριχώμενη εις τας ριπάς, χορδίζουσα τους αέρας,
χαιρετίζουσα το αχανές, ικετεύουσα το άπειρον, παιδική, άκακος,
ελισσομένη, φωνή παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνού
χειμαζομένου, λαχταρούντος την επάνοδον του έαρος.»

Μάνος Αχαλινωτόπουλος (μουσικός)

Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ…….

Ο δικός μου ο κυρ Αλέξανδρος είναι ο μάγος του ξεπεσμένου δερβίση, είναι εκείνος που μίλησε με τον πιο ποιητικό, μεταφυσικό και εν τέλει γιορταστικό τρόπο για τον ήχο, τη μουσική και την πνοή. Όταν λέω μεταφυσικό, εννοώ μετά της φύσεως, και όχι μετά τη φύση, γιατί στον κυρ Αλέξανδρο ο ήχος ο γιορτινός στου τρυπάει τα σωθικά, είναι ενσώματος ενώ «χορδίζει τα σύμπαντα», είναι βρώσιμος, αληθινός και της καρδιάς. Αυτός ο κυρ Αλέξανδρος, που την ευχή του να έχουμε, είναι αυτός που αγάπησε τον αλλότριο και τον ξένο πολύ πριν από τις ιδεολογίες . είναι ο ίδιος που μαχόταν για την αγαπημένη του βυζαντινή μουσική και την ορθή εκφορά της, που είναι ο ίδιος αυτούσιος και υπερούσιος «ατμός» και «πάθος» και «μύρο» και «άχνη» και «μελωδία». Μια μελωδία ατέρμονη και μεθυστική, που άφησε πνευματικά της παιδιά τον Ταρκόφσκι και τον Βακαλόπουλο και άλλους πολλούς και σημαντικούς, και που θα λέει για πάντα σε πλάγιο του δευτέρου ήχο σαν κράτημα «κοσμικόν»: «αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει» (μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ…..»). Μια μελωδία που αγαπάει τους ποιητές, τους πλανήτες και τους ερωτευμένους, τα τρία στοιχεία που κυριαρχούν στο έργο και στον βίο του. Κόσμος-κόσμημα! Φτιαγμένος από τα χέρια του κυρ Αλέξανδρου. Πέτρες, δάση, σοκάκια και ακρογιάλια, όλα δικά του! Εκείνος ο ταπεινός Παπαδιαμάντης από την αγάπη του και την καρδιά του τον φύσηξε αυτόν τον κόσμο και έχει ανάλαφρη πνοή, είναι από μέσα φωτεινός και για αυτό για πάντα γιορτινός. Για πάντα γιορτινός!

Πηγή: εφημερίδα Καθημερινή

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε στο σχόλιο σας. Είναι πολύτιμο!

Από το Blogger.

Popular Posts