Ο Γιώργος Γουναρόπουλος και το Μουσείο Γ.Γουναρόπουλου στου Ζωγράφου

« Τη ζωγραφική μου την κλείνω μέσα σε μια διαφανή σφαίρα, για να αισθάνεται καλύτερα ο θεατής την κοσμογονική προέλευση αυτής της ζωγραφικής ουσίας.»

Στις 9 Ιουνίου 2010 επισκέφτηκα για πρώτη φορά, ομολογώ, το Μουσείο Γουναρόπουλου στα Άνω Ιλίσια, με αφορμή μια έκθεση στο Κέντρο Τέχνης και Πολιτισμού του Μουσείου.
Το Μουσείο Γουναρόπουλου, που ήταν το σπίτι και ατελιέ του μεγάλου Έλληνα ζωγράφου, αποτελεί ένα από τα διαμάντια της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, όπως ίσως και άλλα μικρά μουσεία της χώρας μας, τα οποία δεν είναι, δυστυχώς, πολύ γνωστά στο ευρύ ελληνικό κοινό. Ελπίζω, με αυτό το άρθρο, κάποιοι ακόμα να γνωρίσουν το Γιώργο Γουναρόπουλο και το μουσείο του και, γιατί όχι, να το επισκεφθούν.
Άλλωστε, αν εμείς οι ίδιοι δε γνωρίσουμε και εκτιμήσουμε την ελληνική τέχνη και κληρονομιά, ποιος θα το κάνει...;
Πριν μιλήσουμε, όμως, για το μουσείο, χρήσιμο θα ήταν να αναφερθούν συνοπτικά ορισμένα πράγματα για τον καλλιτέχνη και το έργο του.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ
Ο Γιώργος Γουναρόπουλος γεννήθηκε 1889 στη Σωζόπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας, και ήταν μέλος μιας πολύτεκνης οικογένειας με δώδεκα παιδιά.
Το 1906 ήρθε στην Ελλάδα, όπου σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1907-1912) με καθηγητές τους Σπύρο Βικάτο, Δημήτριο Γερανιώτη, Γεώργιο Ροϊλό και Γεώργιο Ιακωβίδη. Έχοντας κερδίσει την Αβερώφειο υποτροφία, πήγε το 1919 στο Παρίσι, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στις Ακαδημίες Julian και Grande Chaumière. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του τη γαλλική πρωτεύουσα έλαβε μέρος σε παρισινά σαλόνια και τo 1926 παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση στη γκαλερί Vavin-Raspail. Η ζωγραφική του σ' ένα καλλιτεχνικό κέντρο που δονείται για την αναζήτηση της πρωτοπορίας, είναι πλέον γεγονός.
Είναι ο μόνος από τους Έλληνες καλλιτέχνες στο Παρίσι που κατακτά το Παρισινό κοινό και κατορθώνει με το έργο του να πείσει έναν ολόκληρο μηχανισμό προβολής να επενδύσει σ' αυτόν.
Στην Αθήνα, εξέθεσε για πρώτη φορά το 1924, ενώ η ατομική έκθεση που οργάνωσε το 1929 στη γκαλερί Στρατηγοπούλου επικρίθηκε από τους οπαδούς της ακαδημαϊκής τεχνοτροπίας αλλά έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους νέους κριτικούς. Το 1931 επιστρέφει από το Παρίσι και εγκαθίσταται οριστικά στην Ελλάδα. Χτίζει το ατελιέ του στα Άνω Ιλίσια και παντρεύεται την μουσικοσυνθέτρια Μαρία Πρωίου. Αποκτά ένα γιο, τον Ηλία.
Μετά την διεθνή του αναγνώριση η κατάκτηση του ελληνικού κοινού ήταν πλέον δεδομένη. Η εκθεσιακή του δραστηριότητα συνεχίστηκε με διοργανώσεις ατομικών και συμμετοχές σε Πανελλήνιες εκθέσεις, σε εκθέσεις των ομάδων "Τέχνη" και "Στάθμη" και σε διεθνείς, όπως οι Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1959 και της Αλεξάνδρειας το 1963. Το 1958, εκπροσωπώντας την Ελλάδα, τιμήθηκε με το διεθνές βραβείο Guggenheim, ενώ το 1975 το έργο του παρουσιάστηκε σε αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την τιμή που του έγινε, ο ζωγράφος χάρισε στην Εθνική Πινακοθήκη δεκαπέντε μεγάλους πίνακες, αντιπροσωπευτικούς της εξηντάχρονης καλλιτεχνικής του πορείας. Η καλλιτεχνική του δημιουργία περιλαμβάνει επίσης εικονογραφήσεις ποιητικών συλλογών, την τοιχογραφική διακόσμηση της αίθουσας συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου στο Δημαρχείο της Αθήνας με σκηνές εμπνευσμένες από τη μυθολογία και την ιστορία της πόλης (1937-1939) και την αγιογράφηση του παρεκκλησίου της Αγίας Τριάδας του Δημοτικού Νοσοκομείου Βόλου (1951).
Ως δημιουργός, ο Γουναρόπουλος ήταν παραγωγικότατος. Έργα του υπάρχουν στο Μουσείο Γ. Γουναρόπουλου, στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές. Σημειώνεται ότι τα έργα του τα υπέγραφε με το ακρώνυμο G. Gounaro.
Πέθανε στις 17 Αυγούστου του 1977 και κηδεύτηκε την μεθεπομένη στο Νεκροταφείο Ζωγράφου.
«Ο Γουναρόπουλος ήταν ο καλλιτέχνης της γενιάς του '30 που δημιούργησε το δικό του ζωγραφικό σύμπαν. Ένα σύμπαν προσωπικό που αναδύεται μέσα από το φως της χρωματικής μαγείας» Καίτη Γουναροπούλου

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Ξεκινώντας από την ακαδημαϊκή τεχνοτροπία και έχοντας γνωρίσει τα διδάγματα του ιμπρεσιονισμού και του Cézanne, κατέληξε σε ένα προσωπικό ιδίωμα, στο οποίο οι γραμμικά αποδιδόμενες μορφές είναι εμπνευσμένες από τις αρχαίες ληκύθους και περιβάλλονται από μια ατμόσφαιρα ονειρική και γεμάτη λυρισμό, όπου σημαντικό ρόλο παίζει το παιχνίδι της σκιάς και του φωτός.
Τα έργα του μοιάζουν με αέρινες φιγούρες που αναπνέουν και ετοιμάζονται να αλλάξουν κίνηση. Το νερό κατέχει ουσιαστική θέση στο έργο του, αποτελεί ένα είδος διάχυτου και διαφανούς φόντου όπου διαγράφονται οι μορφές του , σε μία ζωγραφική ρευστότητας.
Οι πίνακές του κατακλύζονται από γυναικείες φιγούρες, γήινα και ιδανικά πλάσματα, άγγελοι και γοργόνες. Τα δέντρα στα έργα του είναι δείγματα ενός βαθύτερου δυναμισμού, τα λουλούδια συμβολίζουν την ανθρώπινη περιπέτεια. Οι υπόλοιπες νεκρές φύσεις του Γουναρόπουλου αποτελούνται από ψάρια και οστρακοειδή, που ακόμα κι έξω από το νερό, δονούνται από μια τέτοια ένταση ζωής, σύμβολα της εσωτερικής πάλης του ανθρώπου με τον εαυτό του.
Ο χώρος στα έργα του μεγάλου καλλιτέχνη είναι ένας εικαστικός χώρος, κατάλληλος να δεχτεί τα οράματα της φαντασίας και του ονείρου, ένας χώρος ρευστότητας, με αντικείμενα χωρίς βάρος, διαφανής, δυναμικός, χωρίς όρια, ένας χώρος διάχυσης και αλληλοεισχώρησης, έτοιμος να δεχτεί ένα ποιητικό όραμα. Αποτελεί μια ποιητική ατμόσφαιρα, μια μελωδία μέσα στο χρόνο.
Το φως παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωγραφική του καλλιτέχνη, που δε φωτίζει τα αντικείμενα από έξω, αλλά από μέσα, σαν να είναι αυτόφωτα, διάφανα. Η κίνηση του φωτός δε σταματά στα αντικείμενα, τα διαπερνά κι ο χώρος παύει να είναι στατικός, γίνεται χώρος δυναμικός, ανεξάρτητος από το φυσικό χώρο. Κι αυτό αποτελεί ένα ακόμα από τα σημεία πρωτοπορίας του Γουναρόπουλου, που διακόπτει κάθε δεσμό με την παραδοσιακή τεχνική.
Χρησιμοποιώντας έναν ιδιαίτερο φωτισμό πρέπει να χρησιμοποιήσει κι ένα χρώμα σε απόλυτη αρμονία μαζί του. Την ενοποίηση των τόνων την πετυχαίνει με τη χρήση μιας ζωγραφικής παλέτας που αποτελείται μόνο από την πρόσμιξη των γειτονικών χρωμάτων. Ακόμα τα χρώματα δεν τα χρησιμοποιεί όπως βγαίνουν από το σωληνάριο, αλλά τα διαλύει σε λινέλαιο για να γίνουν ρευστά και να τα διαπερνά το φως, εναρμονίζοντας τη μορφή με το περιεχόμενο.
Ένα από τα δυνατότερα, ίσως, σημεία της ζωγραφικής του ζωγράφου, αποτελεί η δεινή σχεδιαστική του ικανότητα. Με μεγάλη ευκολία αποδίδει τον όγκο, μόνο με την κίνηση της γραμμής. Κυριαρχεί η καμπύλη και το σχέδιο διαγράφεται σαν μονοκονδυλιά, γιατί η γραμμή αναπτύσσεται από τον ίδιο το δυναμισμό της με απόλυτη άνεση, χάρη στη μαεστρία του χεριού.
Άλλωστε, γι αυτό το σχέδιο ,ακριβώς, ο Γουναρόπουλος τόσο κατακρίθηκε, αλλά και επαινέθηκε.
Συνοπτικά, η τέχνη του είναι μια τέχνη διαχρονική, γεμάτη από τη δύναμη της απλότητας, της γαλήνης, του ονείρου. Δύσκολα κατατάσσεται σε κατηγορία της σύγχρονης ζωγραφικής. Θα μπορούσαμε να την πούμε «ποιητική ζωγραφική», γιατί αναπτύσσεται σε ένα κλίμα μυθικό και φανταστικό. Έχει βάρος λυρικό και νόημα κοσμολογικό, ο ζωγράφος συναντά το συμβολιστή ποιητή…





0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε στο σχόλιο σας. Είναι πολύτιμο!

Από το Blogger.

Popular Posts