Πάμπλο Πικάσο, ο εκπατρισμένος ζωγράφος


Ο εκπατρισμένος Ισπανός ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, κεραμίστας και σκηνογράφος Πάμπλο Πικάσο (Pablo Picasso) γεννήθηκε στην Μάλαγα της Ισπανίας στις 25 Οκτωβρίου του 1881 και πέθανε στο Μουζέν της Γαλλίας στις 8 Απριλίου του 1973. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ουαιώνα και δημιουργός (μαζί με τον Ζωρζ Μπράκ) του Κυβισμού. Το τεράστιο σε όγκο έργο του παραμένει ολοζώντανο και ο θρύλος επιζεί –φόρος τιμής στη ζωτικότητα του «ανήσυχου» Ισπανού με τα «σκοτεινά... διαπεραστικά» μάτια που πίστευε στην πρόληψη ότι η δουλειά θα τον κρατούσε ζωντανό. Για 80 περίπου, από τα 91 χρόνια του, ο Πικάσο αφοσιώθηκε σε μια καλλιτεχνική παραγωγή που υπήρξε παράλληλη και συνέβαλε σημαντικά στην όλη ανάπτυξη της μοντέρνας τέχνης κατά τον 20ο αιώνα.

Ζωή και σταδιοδρομία.
Πρώιμα χρόνια.
Ο Πάμπλο Πικάσο ήταν γιός του Χοσέ Ρουίθ Μπλάσκο, καθηγητή του σχεδίου, και της Μαρίας Πικάσο Λόπεθ. Η εξαιρετική επιδεξιότητά του στο σχέδιο άρχισε να εκδηλώνεται νωρίς, στην ηλικία των 10 περίπου χρόνων, όταν έγινε μαθητής του πατέρα του στην Λα Κορούνια, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του το 1891. Ο πατέρας του μετέθεσε στον γιό του τις προσωπικές φιλοδοξίες του, παρέχοντάς του μοντέλα και υποστήριξη για την πρώτη έκθεσή του εκεί σε ηλικία 13 χρόνων.
Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Βαρκελώνη το φθινόπωρο του 1895, και ο Πάμπλο έγινε δεκτός στην τοπική Ακαδημία Καλών Τεχνών (La liotja), όπου είχε προσληφθεί και ο πατέρας του ως καθηγητής του σχεδίου. Η οικογένεια ήλπιζε ότι ο γιός της θα σημείωνε επιτυχία ως ακαδημαϊκός ζωγράφος, και το 1897 η μελλοντική φήμη του στην Ισπανία φαινόταν εξασφαλισμένη. Τον ίδιο χρόνο το έργο του «Επιστήμη και Συμπόνια», όπου για το πρόσωπο του γιατρού είχε ποζάρει ο πατέρας του, έτυχε διακρίσεως στην Έκθεση Καλών Τεχνών της Μαδρίτης.
Ο Πάμπλο Ρουίθ έφυγε για την Μαδρίτη το φθινόπωρο του 1897 και έγινε δεκτός στην Βασιλική Ακαδημία του Σαν Φερνάντο. Βρίσκοντας όμως τη διδασκαλία εκεί χωρίς κανένα νόημα, περνούσε όλο και περισσότερο τον καιρό του αποτυπώνοντας τη ζωή γύρω του, στα καφενεία, στους δρόμους, στα πορνεία και στο Πράδο, όπου ανακάλυψε την ισπανική ζωγραφική. Έγραψε: «Το Μουσείο Ζωγραφικής είναι πολύ ωραίο. Ο Βελάσκεθ πρώτης κατηγορίας, ο Ελ Γκρέκο έχει ζωγραφίσει μερικά υπέροχα κεφάλια, ο Μουρίλο δεν με πείθει σε όλα τα έργα του». Τα έργα αυτών και άλλων καλλιτεχνών, όπως λ.χ., του Γκόγια, θα αιχμαλωτίσουν τη φαντασία του Πικάσο σε διάφορες περιόδους της μακρόχρονης σταδιοδρομίας του.
Ο Πικάσο αρρώστησε την άνοιξη του 1989 και πέρασε την υπόλοιπη χρονιά αναρρώνοντας στο κατελανικό χωριό Όρτα νε Έμπρο με συντροφιά το φίλο του από τη Βαρκελώνη Μανουέλ Παλάρες. Όταν ο Πικάσο επέστρεψε στη Βαρκελώνη στις αρχές του 1899, ήταν άλλος άνθρωπος, είχε παχύνει, είχε μάθει να ζει μόνος του στην ύπαιθρο, μιλούσε Καταλανικά, και το σπουδαιότερο, είχε πάρει την απόφαση να διακόψει την καλλιτεχνική του εκπαίδευση σε σχολές ζωγραφικής και να αγνοήσει τα σχέδια της οικογένειάς του για το μέλλον του. Άρχισε ακόμη να δείχνει σαφή προτίμηση στο επίθετο της μητέρας του και υπέγραφε πιο συχνά τα έργα του ως Π. Ρ. Πικάσο (από τα τέλη του 1901 εγκατέλειψε εντελώς  το επίθετο Ρουίθ).
Στη Βαρκελώνη ο Πικάσο κινούταν μέσα σε ένα κύκλο Καταλανών καλλιτεχνών και συγγραφέων, που το ενδιαφέρον τους ήταν στραμμένο στο Παρίσι. Ήταν οι φίλοι του που σύχναζαν στο καφενείο «Οι Τέσσερις Γάτοι» (κατά τον Μαύρο Γάτο του Παρισιού), στο οποίο ο Πικάσο πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση στη Βαρκελώνη τον Φεβρουάριο του 1900. Αυτοί οι φίλοι αποτέλεσαν τα μοντέλα των 50 και πλέον προσωπογραφιών του (με ανάμικτες τεχνικές) που παρουσιάστηκαν στην έκθεση. Επί πλέον, ανάμεσα στα έργα του υπήρξε και ένας σκοτεινός, μελαγχολικός «μοντέρνος» πίνακας, με τίτλο «Οι τελευταίες στιγμές» (αργότερα επιζωγραφήθηκε), ο οποίος απεικόνιζε την επίσκεψη ενός ιερέα στο κρεβάτι μιας ετοιμοθάνατης γυναίκας, έργο που έγινε δεκτό για τον Ισπανικό Τομέα της Διεθνούς Έκθεσης του Παρισιού της χρονιάς εκείνης. Επιθυμώντας να δει το έργο του εκτεθειμένο και να αποκτήσει άμεση εμπειρία του Παρισιού, ο Πικάσο ξεκίνησε με τον συνάδελφό του, που μοιραζόταν το ίδιο εργαστήριο, Κάρλες Κασαχέμας (Προσωπογραφία του Κάρλες Κασαχέμας, 1899) να κατακτήσει, αν όχι το Παρίσι, τουλάχιστον μια γωνιά της Μονμάρτρης.

Η ανακάλυψη του Παρισιού
Μια από τις κύριες καλλιτεχνικές ανακαλύψεις του Πικάσο στο ταξίδι του αυτό (Οκτώβριος-Δεκέμβριος) ήταν το χρώμα-όχι τα μουντά χρώματα της ισπανικής παλέτας, αλλά το λαμπερό χρώμα- το χρώμα του Βαν Γκογκ, το καινούργιο, μιας πόλης που γιόρταζε μια παγκόσμια έκθεση. Χρησιμοποιώντας κάρβουνο, παστέλ, νερομπογιές και λάδια, ο Πικάσο αποτύπωσε την ζωή στη γαλλική πρωτεύουσα (Εραστές στο δρόμο, 1900). Στο έργο του Μουλέν ντε λα Γκαλέτ (1900), απότισε φόρο τιμής σε Γάλλους καλλιτέχνες, όπως στον Τουλούζ Λωτρέκ και στον Σταινλέν, καθώς και στον Καταλανό συμπατριώτη του Ραμόν Κάζας.
Μετά από δύο μήνες, ο Πικάσο γύρισε στην Ισπανία με τον Κασαχέμας, που είχε αποκαρδιωθεί από κάποια ερωτική αποτυχία. Αφού επιχείρησε ανεπιτυχώς να διασκεδάσει το φίλο του στην Μάλαγα, ο Πικάσο αναχώρησε για τη Μαδρίτη, όπου εργάστηκε ως καλλιτεχνικός εκδότης στο καινούργιο περιοδικό Νέα Τέχνη (Arte Joven). Ο Κασαχέμας επέστρεψε στο Παρίσι και αφού αποπειράθηκε να πυροβολήσει τη γυναίκα που αγαπούσε, αυτοκτόνησε. Ο αντίκτυπος του γεγονότος αυτού στον Πικάσο υπήρξε βαθύς και του προσέφερε το υλικό που θα προκαλούσε τη δυνατή εκφραστικότητα των έργων του της λεγόμενης «Γαλάζιας Περιόδου». Ο Πικάσο φιλοτέχνησε δύο νεκρικές προσωπογραφίες του Κασαχέμα -πολλούς μήνες αργότερα- το 1901, καθώς και δύο πένθιμες σκηνές (Θρηνωδοί και Επίκληση), ενώ το 1903 ο Κασαχέμας εμφανιζόταν ως ο Καλλιτέχνης στον αινιγματικό πίνακα του Πικάσο «Η ζωή» (La Vie).

Η Γαλάζια Περίοδος.
Μεταξύ του 1901 και των μέσων του 1904, όταν το γαλάζιο χρώμα κυριαρχούσε στους πίνακές του, ο Πικάσο πηγαινοερχόταν μεταξύ Βαρκελώνης και Παρισιού. Οι επισκέψεις του στις γυναικείες φυλακές του Σαιν-Λαζάρ στο Παρίσι το 1901-1902, που του πρόσφεραν διαθέσιμα μοντέλα και εντυπωσιακά θέματα (Η σούπα, 1902), αντικατοπτρίζονταν στις απεικονίσεις του των ανθρώπων στους δρόμους της Βαρκελώνης- τυφλών ή μοναχικών ζητιάνων και απόκληρων της κοινωνίας-το 1902-1903 (Κουλουριασμένη γυναίκα, 1902. Το φαγητό του τυφλού 1903. Ο γέρος Εβραίος και το παιδί, 1903). Το θέμα της μητρότητας το εμπνεύστηκε από τις φυλακισμένες που επιτρεπόταν να έχουν κοντά -στη φυλακή- τα μωρά τους, σε μια εποχή, που έψαχνε για υλικό, το οποίο θα εξέφραζε καλύτερα τα παραδοσιακά θέματα της ιστορίας της τέχνης σε συνάρτηση με τα καλλιτεχνικά μέσα του 20ου αιώνα.

Η εγκατάσταση στο Παρίσι.
Την άνοιξη του 1904, ο Πικάσο πήρε την απόφαση να εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι και το έργο του αντικατοπτρίζει μια αλλαγή πνευματικής και καλλιτεχνικής πορείας. Οι άνθρωποι του τσίρκου και οι σαλτιμπάγκοι έγιναν ένα θέμα που συμμεριζόταν με το νέο και σημαντικό φίλο του, τον ποιητή Γκιγιώμ Απολιναίρ. Για τον ποιητή όσο και για τον ζωγράφο, αυτοί οι ξεριζωμένοι περιπλανώμενοι θεατρίνοι (Κορίτσι που ισορροπεί σε μπάλα, 1905. Ο ηθοποιός, 1905) θύμιζαν -κατά κάποιο τρόπο- τη θέση του καλλιτέχνη στη σύγχρονη κοινωνία. Ο Πικάσο έκανε ειδικά αυτή την ταύτιση στο έργο του «Οικογένεια σαλτιμπάγκων» (1905), όπου ο ίδιος ενσαρκώνει τον αρλεκίνο και ο Απολιναίρ τον παλικαρά (σύμφωνα με τη μαρτυρία του κοινού φίλου τους Αντρέ Σαλμόν).
Η προσωπική ζωή του Πικάσο άλλαξε και αυτή στα τέλη του 1904, όταν έγινε ερωμένη του η Φερνάντ Ολιβιέ. Η παρουσία της του ενέπνευσε πολλά έργα στα χρόνια που οδηγούσαν στον Κυβισμό, ιδίως στη διάρκεια του ταξιδιού τους στο Γκοζόλ (Γυναικείο κεφάλι, 1909) και πολλών ζωγραφικών έργων συνδεόμενων με αυτό (Γυναίκα με αχλάδια, 1909).
Το χρώμα δεν «πήγαινε» ποτέ εύκολα στον Πικάσο, που επέστρεψε σε μια γενικά πιο ισπανική (δηλαδή μονοχρωματική) παλέτα. Οι τόνοι της Γαλάζιας Περιόδου αντικαταστάθηκαν από τα τέλη του 1904 ως το 1906- κατά τη λεγόμενη Ρόδινη Περίοδο- από τα κεραμικά χρώματα, τις αποχρώσεις της σάρκας και τους γήινους τόνους (Το χαρέμι, 1906). Ο Πικάσο φαίνεται να δούλευε με το χρώμα στην προσπάθειά του να προσεγγίσει τη γλυπτική μορφή, ιδίως το 1906 (Δύο Γυμνά. Ο καλλωπισμός). Το έργο του «Προσωπογραφία της Γερτρούδης Στάιν» (1906) δείχνει αυτή την εξέλιξη, καθώς και την επιρροή της ανακάλυψης από μέρους του της πρωτόγονης ιβηρικής γλυπτικής.

Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν
Γύρω στα τέλη του 1906 ο Πικάσο άρχισε να δουλεύει σε μια μεγάλη σύνθεση που κατέληξε στις «Δεσποινίδες της Αβινιόν» (1907). Η βίαιη απόδοση του γυναικείου σώματος και τα ζωγραφισμένα σα μάσκες πρόσωπα (επηρεασμένα από την σπουδή της αφρικανικής τέχνης) έχουν προκαλέσει πολλές συζητήσεις. Μολαταύτα, το έργο βασιζόταν σταθερά στην παράδοση της ιστορίας της τέχνης: ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον Ελ Γκρέκο συνέβαλε στη διάσπαση του χώρου και στις εκφραστικές χειρονομίες των μορφών, ενώ η όλη σύνθεση όφειλε πολλά στις «Λουόμενες του Σεζάν», όσο και στις σκηνές από χαρέμια του Ενγκρ. Οι «δεσποινίδες», όμως, που ονομάστηκαν έτσι από το φίλο του Πικάσο Μαξ Ζακόμπ-που έμενε στην οδό Αβινιόν της Βαρκελώνης, όπου οι ναύτες έβρισκαν λαϊκά πορνεία- θεωρήθηκαν ως σκανδαλώδεις και άμεση προσβολή: οι γυναίκες δεν ήταν συμβατικές απεικονίσεις της ομορφιάς, αλλά πόρνες που προκαλούσαν αυτή ακριβώς την ιστορική παράδοση που τις είχε γεννήσει. Μολονότι την εποχή εκείνη είχε ήδη τους συλλέκτες του ( Λέο και Γερτρούδη Στάιν, τον Ρώσο έμπορο Σεργκέι Στσούκιν και έναν έμπορο έργων τέχνης τον Ντανιέλ-Ανρί Κανβαιλέρ), ο Πικάσο προτίμησε να διπλώσει τον μουσαμά με τις «Δεσποινίδες» και να τον κρατήσει κρυμμένο για πολλά χρόνια.
Το 1908 οι επηρεασμένες από την αφρικανική τέχνη γραμμώσεις και τα σαν μάσκες κεφάλια έδωσαν τη θέση τους σε μια τεχνική που εμπεριείχε στοιχεία, τα οποία ο ίδιος και ο νέος φίλος του Ζωρζ Μπρακ είχαν ανακαλύψει στο έργο του Σεζάν, όπως τον αβαθή χώρο και την χαρακτηριστική επίπεδη πινελιά, που είναι ιδιαίτερα εμφανή στα έργα του Πικάσο το 1909. Νεκρές φύσεις, επηρεασμένες από τον Σεζάν, έγιναν επίσης σημαντικό θέμα για πρώτη φορά στην καλλιτεχνική σταδιοδρομία του Πικάσο.













0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε στο σχόλιο σας. Είναι πολύτιμο!

Από το Blogger.

Popular Posts