com
Γιατί τον αγαπάμε ακόμη
Του Σπύρου Γιάνναρα
Όνειρο στο κύμα
«Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλος της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδηεις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλίγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας τας αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήταν πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα, ήταν νηρηϊς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναύς μαγική, η ναύς των ονείρων….»
«Καθώς ο ελληνικός κόσμος χαλαρώνει στην ασφυκτικά αναπαυτική αγκαλιά της φανταστικής ευρωπαϊκής κοινότητας, αυτού του πολύσυλλεκτου κατασκευάσματος που στηρίζεται στην αναγκαιότητα της οικονομίας και όχι σε εκείνη του αισθήματος, ο Παπαδιαμάντης θα έπρεπε να απομακρύνεται και να χάνεται από τα μάτια μας, όπως τόσοι άλλοι πριν και μετά από αυτόν. Όμως ο Παπαδιαμάντης λάμπει περισσότερο παρά ποτέ κι αυτό συμβαίνει παρά τη θέληση μας».
Με αυτά τα λόγια ξεκινούσε ο αείμνηστος Χρήστος Βακαλόπουλος την αποτίμηση της σχέσης μας με το Σκιαθίτη διηγηματογράφο στα 1991. Σήμερα, έναν αιώνα από το θάνατο του, πολλά έχουν αλλάξει κι εμείς μοιάζει να έχουμε προχωρήσει μακριά στον δρόμο που μας απομακρύνει από εκείνον. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα πρώτα επίχειρα της φαντασιώδους επιθυμίας μας για άκοπη και απρόσκοπτη, αέναη μεγιστοποίηση της καταναλωτικής μας ευχέρειας στην οποία στηρίξαμε τη ζωή μας, με την κατάλυση της υποτυπώδους κοινωνικής μας συνοχής να φαντάζει πιθανό απώτερο ενδεχόμενο.
Ο αριθμός των ανθρώπων που μπορούν σήμερα να απολαύσουν το παπαδιαμαντικό κείμενο συρρικνώνεται διαρκώς. Κυρίως όμως μοιάζει να έχει μειωθεί δραστικά ο αριθμός όσων μπορούν να συλλάβουν ολόκληρο, αδιαχώριστα δηλαδή, το έργο μαζί με τον άνθρωπο. Γιατί ο Παπαδιαμάντης που διεκδικεί επάξια μια θέση στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα εξαίσιο ηθογράφο της αλλοτινής Ελλάδας, που στήνει στα πόδια τους με ανυπέρβλητο τρόπο ολοζώντανους εμβληματικούς χαρακτήρες μιας δεδομένης κοινωνίας. Αν ο Παπαδιαμάντης μας αποκαλύπτει, σύμφωνα με τον Βακαλόπουλο «την ιερή μελωδία της πραγματικότητας», έναν σεβάσμιο δηλαδή τρόπο σχέσης με ανθρώπους και πράγματα πέρα από τη χρηστική ωφελιμοθηρία, η αντιμετώπιση του μόνο ως μεγάλου συγγραφέα ή μόνο ως ταπεινού ασκητή απειλεί να τον ακυρώσει, θίγοντας την ακεραιότητα του.
Παρόλα αυτά, ίσως τώρα να μπορούμε να αποτιμήσουμε ευκολότερα τη σχέση μας μαζί του. Ζητήσαμε λοιπόν από διαφορετικούς σε ηλικία και επάγγελμα, αναγνώστες του να μας εξηγήσουν γιατί τον διαβάζουν σήμερα. Από τις απαντήσεις προκύπτει ότι ο Παπαδιαμάντης εξακολουθεί να λάμπει παρά τη θέληση μας, λειτουργώντας ως μεσάζων στην ανακάλυψη ενός βαθύτερου εαυτού μας από τον οποίο δεν έχουμε αποκοπεί πλήρως.
Παντελής Μπουκάλας
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ποιητής πάνω απ’ όλα.
«Εν τινι παρεκκλησίω της εν….. Μονής υπήρχε κιβώτιον τι παλαιόν και σεσαθρωμένον, πλήρες εφθαρμένων βιβλίων. Ουδείς των σοφών περιηγητών των επισκεφθέντων κατά καιρούς την βιβλιοθήκην της Μονής ηξίωσε να ρίψη εκ περιεργείας βλέμμα και προς το λησμονημένον κιβώτιον». Παπαδιαμάντης. Προφανώς. «Οι έμποροι των εθνών». «Τι σε Δημητράκη καλέσωμεν; μουσικόν της καραβάνας, ψάλτην του γλυκού νερού, που κοιτάζεις στο βιβλίον και τα λες στα κουτουρού ιμάμην των Χοτζάδων προεξάρχοντα, χαμάμην των Μποχώρηδων εξάρχοντα αμανετζήν ηχηρότατον και μπατακτσήν οχληρότατον. Μας λίγωσες απ’ τη γλύκα τας ψυχάς ημών». Κι αυτό Παπαδιαμάντης. Σατιρικότατος, με την «Ακολουθία του Σπανού» του 14/15ου αιώνα, οπωσδήποτε υπόψη του («Άλαλα τα χείλη των μιαρών, σπανών των κακίστων, και μεγάλων κακοποιών»). Δηλαδή, όχι προφανώς Παπαδιαμάντης, τουλάχιστον έτσι όπως δημιουργήθηκε με τα χρόνια, και ερήμην του, η λογοτεχνική «προφάνεια» του και όπως καλλιέργησε τις προσδοκίες των αναγνωστών του η καθυπόταξη του στο στενό σχήμα του «αγίου των γραμμάτων».
«Και τώρα, όταν ενθυμούμια το κοντόν εκείνο σκοινίον, από το οποίον εσχοινιάσθη κ’ επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποίον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη μου, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως «σχοίνισμα κληρονομίας» δι’ εμέ, όπως η Γραφή λέγει». Παπαδιαμάντης. Πάλι προφανώς, «Όνειρο στο κύμα», με ηπιότερη δημοτική, πλην με τη Γραφή και τη γνώση της παρούσα όσο σε ελάχιστους. Αλλά και το επόμενο Παπαδιαμάντης, δημοτικός, και για αυτό «απροσδόκητος», τουλάχιστον κατά τα στερεότυπα: «Μοναχός εγώ αγρυπνάω/νυχτερεύω μοναχός ‘λεημοσύνη σας ζητάω,/νύχτα, δόλι’ αγάπη, φως!»-ακριβώς στο βηματισμό του «Μοναχή το δρόμο επήρες…»
Δεν χρειαζόταν να συνυπολογίσει τους παραπάνω στίχους ο Σεφέρης για να συμπεράνει πως «η μόνωση των Ελλήνων ποιητών είναι μεγάλη, είτε ο ποιητής ονομάζεται Κάλβος, είτε Παλαμάς, είτε Παπαδιαμάντης». Το κρίσιμο άλλωστε στο σεφερικό πόρισμα είναι ο χαρακτηρισμός του Σκιαθίτη ως ποιητή. Αυτό ήταν: ποιητής. Κι όχι λόγω των λιγοστών ποημάτων του. Τα πεζά του, ένας κόσμος πλήρης μες στην ποικιλία του, του δίνουν τον τίτλο με ακέραιη την ουσία του.